τσάρκος
Τσάρκος /ὁ/ (ζῷον-ἕρκος; Ἰ. cerchia) = περίφραγμα, διαμέρισμα ἐγκλείσεως τῶν θηλαζόντων ἀμνῶν ἢ ἐριφίων ὅταν τὸ ποίμνιον ἐξέρχεται πρὸς βοσκήν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τσάρκος, § ἰδ. ζάρκος.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!