Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσάρκος

Τσάρκος /ὁ/ (ζῷον-ἕρκος; Ἰ. cerchia) = περίφραγμα, διαμέρισμα ἐγκλείσεως τῶν θηλαζόντων ἀμνῶν ἢ ἐριφίων ὅταν τὸ ποίμνιον ἐξέρχεται πρὸς βοσκήν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Τσάρκος, § ἰδ. ζάρκος.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.