συρίπωμα 10 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Συρίπωμα /τὸ/ (σὺν-ρέπω) = ἡ ἔναρξις τῆς νυκτός, τὸ λυκόφως. βλ. και συρόπωμα