Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γκαϊδός ή γκαβός (ο)

αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος, ο τυφλός.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γκαϊδὸς -ὴ -ὸ (σκαμβός, Α.Τ. χάβλ, Ἰ. cavare) = παραβλώψ, στραβίζων, ἀλλοίθωρος, τυφλός.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Γκαϊδός, § ἀλλοίθωρος, παραβλώψ. Ἐκ τούτου καὶ ῥ. οὐδ. γκαϊδίζω = εἰμὶ γκαϊδός. Ὅθεν καὶ ἡ παροιμία Ἂ μὲ τυφλόνε κάθεσαι, ἀπὸ ταχειὰ γκαϊδίζεις ἐπὶ τῶν διεφθαρμένων ἕνεκα κακῶν συντροφῶν.

Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. γκαβὸς παράγων τὴν λ. ἐκ τοῦ σκαμβός.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.