σταμπάρω 04 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σταμπάρω (Ἰ. stampare) = σφραγίζω, σημειῶ, ἐκλέγω, ἐποφθαλμιῶ, ξεχωρίζω.