Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μουργαριά (η)

  1. η λαδοσκουριά το κατακάθι του λαδιού
  2. βαρέλι σιδερένιο ή ξύλινο με σκέπασμα τρυπητό πάνω στο οποίο αποθέτουν για στράγγισμα τα μέτρα (λαδιού) του λιτρουβειού. Ένα τέτοιο μεγάλο ξύλινο βαρέλι έχουν όλα τα λιτρουβειά χωμένο μέσα στο δάπεδο, τη λεγόμενη βάβω, όπου ρίχνουν μέσα το λιόσμο που αδειάζουν από το σκαφίδι της μηχανής. Μέσα στη βάβω πέφτουν, βέβαια, τα “άπιαστα” κατάλοιπα του λαδιού και σιγά σιγά μαζεύεται αρκετό λάδι στην επιφάνεια, δώρο του ιδιοκτήτη κατά βάση, αλλά και οι λιτρουβειαρέοι έπαιρναν κι αυτοί το μερτικό τους απ΄ την κλεψιά της βάβως, μια κλεψιά “συμφωνημένη”. Πρόκειται όπως λένε για το “κόλπο” – δώρο του καραβοκύρη. Ωστόσο αιώνες τώρα κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για την υπεραιώνια βάβω, την “ψυχοπονιάρα”. Το έσοδο της βάβως είναι μυστικό του καραβοκύρη που πάντα μαζεύει το λάδι που επιπλέει στην κορφή της. (λιόσμος).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μουργαριὰ /ἡ/ (ἀμόργη) = λευκοσιδηροῦν ἀβαθὲς δοχεῖον φέρον εἰς τὴν ἄνω ἐπιφάνειαν ἠθμὸν (τρυπητὸ) ἐπὶ τοῦ ὁποίου τοποθετοῦνται ἀνεστραμμένα τὰ μέτρα κ.λ.π. ὄργανα μεταγγίσεως ἐλαίου πρὸς ἀποστράγγισιν, τὸ ἀνάμικτον μὲ μοῦργαν κατάλοιπον τοῦ ἐλαίου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μουργαριὰ μέγας κάδδος χρήσιμος διὰ τὰς ἀκαθαρσίας τοῦ ἐλαίου.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Μουργαριὰ § μέγας κάδδος ἐν τῷ ἐλαιοτριβείῳ, ὅπου ἐναποθέτουσι τὴν ἀμόργην.

Σημ. Ἐκ τοῦ ἀμόργη (Σύλλ. 26, 38).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.