δαύτος -η, -ο
αυτός, ετούτος, εκείνος.
“Το μπελία μου βρήκα με δαύτονε …” – “Άει στο … καλό με δαύτηνε.”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δαῦτος -η -ο (ἠδὲ αὐτός, ταυτὸν) = καὶ οὗτος: «μπᾶ τὶ μ’ ηὗρε μὲ δαύτονε», «ἄει στὰ τσακίσματα σὺ καὶ δαῦτος».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και εδαύτος. Αντωνυμία (επαναληπτική – προσωπική – δεικτική), αυτός, όπως για παράδειγμα, “με δαύτον(ε) ή δαύτη(ε) δεν τα πάω καλά”.
Ετυμολογικά έχομε συνεκφορά του επιθωνήματος -έδε- και αυτός.
Η λέξη μεσαιωνικής προέλευσης.
Στο χωριό κατά την προφορά -όπως και με άλλες σχετικές λέξεις, προσθέτουμε στην κατάληξη και ένα -ε-, όπως (ε)τούτον(ε), λέμε και δαύτον(ε). Εύχρηστος και ο πληθυντικός: “Και με δαύτα τι θα κάνουμε;”
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
αντωνια -
Στραβωκατινιστικα- τρομαξα