γυρολόγος (ο)
ο πλανόδιος μικροέμπορος, που “έφερνε γύρα” τα χωριά και τις συνοικίες της Χώρας, πραματευτής.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γυρολόγος, ο: ο γύρω φερόμενος, ο περιφερόμενος μικρέμπορος των χωριών και λογυρίζω (όλο +γυρίζω)=περιφέρομαι.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα