ανήμερα (επίρρ.)
την ίδια μέρα: “Ανήμερα των Χριστουγέννων”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀνήμερα: (ἐν-ἡμέρᾳ) = τὴν αὐτὴν ἡμέραν. «ἀνήμερα τ’ Φωτῶνε».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Στην κοινή γλώσσα, λέει ο Κριαράς, σημαίνει την ίδια μέρα (ανήμερα τα Χριστούγεννα, σημαίνει την ίδια μέρα των Χριστουγέννων). Όμως κατά τόπους, σημαίνει και την προηγούμενη ή και την επόμενη μέρα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης