μπρόδο 26 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μπρόδο /τὸ/ (Ἰ. brodo) = πυκνὸς ζωμὸς κρέατος ἢ ψαριοῦ, σάλτσα, καρύκευμα.