απιδρομάω
παίρνω απίδρομο, φόρα, για να πηδήσω ή να τρέξω.
“Πάρε απίδρομο και σάλτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπ(ι)δρομάω: (ἐπὶ-δρόμος) = παίρνω φόρα, τρέχω εἰς μικρὰν ἀπόστασιν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης