γλίνα (η)
- γλοιώδες λασπερό έδαφος, ακαθαρσία
- χοιρινό λίπος που το φυλάνε πάντα στα σπίτια για θεραπευτικούς λόγους. Είναι γνωστότερο ως λυτός. Σε γιατροσόφι του λαϊκογιατρού Ν. Παπδάτου, διαβάζομε: “Εις δάγκωμα οφέως ή άλλου ζώγου φαρμακερού. Κοπάνισον το δέρμα του όφεως με γλίνα χοίρου και βάλε το”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γλίνα /ἡ/ (γλίνη) = ῥύπος, ἀκαθαρσία, λέρα. (Ἀλ. gλίνα) = διαπεποτισμένη ὀλισθηρά ἄργιλλος, γλοιώδης λάσπη.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης