μελ(ου)διάζω
Μελουδιάζω (Λ. medula) = ροφῶ τὸν μυελὸν ὀστοῦ (τὸ μελοῦδι), εὐφραίνομαι, τρώγω γλύκισμα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μελουδιάζω (Λ. medula) = ροφῶ τὸν μυελὸν ὀστοῦ (τὸ μελοῦδι), εὐφραίνομαι, τρώγω γλύκισμα.