μεγάρ(ι) 18 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μεγάρ(ι) βλ. λ. μακάρι. Μεγάρι = μακάρι, μεγάρι νά ἦταν ἔτσι (μακάρι νά ἦταν ἔτσι). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής https://lexikolefkadas.gr/wp-content/uploads/2017/03/megari.mp3