σοπορτάρω
Σοπορτάρω (Ἰ. sopportare) = ὑποβαστάζω, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ὑποφέρω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σοπορτάρω: ὑποβαστάζω, (BEN. Sopportàr, ΙΤ. sopportare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σοπορτάρω (Ἰ. sopportare) = ὑποβαστάζω, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ὑποφέρω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σοπορτάρω: ὑποβαστάζω, (BEN. Sopportàr, ΙΤ. sopportare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου