χουγιάζω
Χ(ου)γιάζω (ἰάχω, ἰύζω, Τ. οὔϊ, Σ. οὐγιὰμ) = φωνάζω ἐξ ἀποστάσεως, φωνάζω δυνατά, ἐπιπλήττω ἐντόνως: «μ’ ἐχούϊαξε».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χουγιάζω § φωνάζω δυνατά. Π. Τί χουγιάζεις ἔτσι καὶ μ᾿ ἐξεκούφανες;
Σημ. Ἡ λ. εἶναι πεποιημένη ἐκ τῶν φωνῶν χούϊ χούϊ (= ἰού, ἰού) ὁ παρ᾿ ἐμοὶ ἀνέκδ. τοῦ Ὁμήρου μεταφραστὴς (ἰδ. λ. μαρτιάκο) γρ. σχουγιάζω. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου