για
πρόθεση, σύνδεσμος και μόριο, ανάλογα με τη θέση της στο λόγο.
Φράσεις: για ψύλλου πήδημα – για το καλό του χωριού του – για την ψυχή του πατέρα του – για που τέτοια ώρα; – για πρόσεχε – έντο για (=νάτο) – γιάτ΄ρα, μωρέ (= για κοίτα μωρέ, για δες κατάσταση) – για τ΄ράξ΄τε καλά, γιατί δεν παίζομε (απειλή).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γιὰ – ἡ πρόθεσις «διὰ» (ἄγε, γε. Τ. γιὰ) = ἐμπρός, ἔλα, ἔτσι, βεβαίως. «γιὰ-γιά», «γιὰ ἰδές», «γιὰ κούτα», «ἔντο για».
Γιά, μόρ. ἐπιτατικ. § δή, γέ, ἰδού. Π. γιὰ γιδές τονε πῶς περβατεῖ, ᾿σὰν ἄγγελος μὲ τὸ σπαθί· – γιὰ νἄρτῃς καὶ τότε γλέπομε. – γιὰ κότησε νὰ κρίνης. – γιὰ ᾿πές μου τί ἔχεις καὶ φωνάζεις;
Γιά, μόρ. πολυσήμ. § διά, ἰδού. Π. γιά τονε = ἰδού τον. γιὰ ἡ θάλασσα = ἰδοὺ ἡ θάλασσα § ἄγε. Π. γιὰ ᾿πὲς νά ᾿ρτῃ = ἄγε, εἰπέ του νὰ ἔλθῃ, γιὰ κότησε νἄρτῃς = ἄγε τόλμησον νὰ ἔλθῃς.
Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὰς δύο τελευταίας σημασίας.