αβεζάρω
δίδω παραγγελία, ειδοποιώ “τον αβ’ζαρισα να πει στον τάδε ότι…”.
Η πράξη: αβιζάρισμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
βλ. καί ἀβιζάρω
Ετυμολογική σημείωση:
από το ιταλ. avvisare ή το βενετ. avisàr
(Π.Γ. Κριμπάς)