ρουχνίζω
Ρουχνίζω (ῤέγχω, ῤόγχος) = ῥεγχάζω, ῥοχαλίζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ρουχνίζω = ροχαλίζω, ἀναπνέω βαθιά ἀπό τή μύτη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ῥουχνίζω § ῥέγχω ἐν ὕπνῳ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ῥέγχω = ῥόγχω = ῥόχνω = ῥουχνίζω. Τοῦτο ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. λέγει «ῥοχαλιάζω» (Νεφ. 5), ὅπερ παρ’ ἡμῖν σημαίνει ὅ,τι καὶ τὸ ῥέγχειν, ἀλλ’ οὐχὶ καθ’ ὕπνους γινόμενον, ἀλλ’ ὑπὸ συσσωρευμένων εἰς τὸ στῆθος φλεγμάτων. Ἐκ τούτου καὶ οἱ Κρῆτες ῥουχάλα λέγουσι τὸ φλέγμα (Φιλίστ. Δ’. 522). Καὶ ἐν Ἠπείρῳ ῥχάλα. Σ.Φ.Ε.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου