ροῦγα
Ροῦγα /ἡ/ (Ἀλ. ρρούγε -α) = ἡ πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, μεσοχῶρι, ἀγορά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ρούγα (ἡ): δρόμος, (BEN. ruga).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Τραγούδι του γάμου (Μεγανήσι) – όταν η νύφη φεύγει από το σπίτι και της τραγουδούν στο δρόμο, ενώ η νύφη σκορπά στο διάβα της παξιμάδια, ζαχαρωτά κι αμύγδαλα.
“Αδειάσητε τα διάβατα κι αδειάσητε τ΄ς ρούγες,
για να διαβεί η πέρδικα με τ΄ς χρυσές φτερούγες … ”
Μπολίτσα στο χρόνο