ήμαρτον (επίρρ.)
Έχομε τοπικά τις φράσεις: ‘Έπεσα ήμαρτον να με σώσει” – “Είμαστε στο ήμαρτον, χανόμαστε” – “Δεν είσαι δα και ήμαρτον, τι σκούζεσαι;” κ.α.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἥμαρτον /οἱονεὶ ἐπίρ./ (ἐκ τοῦ ἁμαρτάνω) = συγγνώμην, λυπήσου με, σῶσε με. (ἄκλ. ἐπίθετον) = ἐνδεής, ἀξιοθρήνητος. 1. «ἔπεσε ἥμαρτον γιά ’να καρβέλι», 2. «τσῶπα καϋμένε, δὲν εἶσαι καὶ ἥμαρτον γιὰ νὰ κλαίγεσ’ ἔτσι (ἐλήφθη ἐκ τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου: ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης