ζαμάνι (το) – ζαμάνια
μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η λέξη απαντάται στις φράσεις: “Χρόνια και ζαμάνια έχομε να ιδούμε …” – “Ζέστα μεγάλη, κακό ζαμάνι έχομε …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζαμάν(ι) (ἀκλ.) (ζαμενής, Ἀ.Τ. ζεμάν, Τ. ζαμὰν) = ἰσχυρότατος, ὑπερβολικός, μακροχρόνιος: «κάνει κάψη ζαμάνι», «χρόνια καὶ ζαμάνια ἔχει νὰ μᾶς γράψη».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης