βρακόνω
Βρακόνω § ἐνδύω τινὰ τὸ βρακὶ (= τὴν περισκελίδα) καὶ Μέσ. βρακόνομαι. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ῥάκος, ῥακόω (Σύλλ. 2, 11).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βρακόνω § ἐνδύω τινὰ τὸ βρακὶ (= τὴν περισκελίδα) καὶ Μέσ. βρακόνομαι. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ῥάκος, ῥακόω (Σύλλ. 2, 11).