Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βεντούζα (η)

μικρά ειδικά ποτηράκια για την αφαίμαξη σε περίπτωση κρυολογήματος.
Αφαιρούσαν απ΄ αυτά τον αέρα με αναμμένο μπαμπάκι και την κολλούσαν στην πλάτη του αρρώστου. Απ΄ το κενό αέρος της βεντούζας το σώμα εκεί, φουσκώνει και κοκκινίζει. Αν μελανιάσει πολύ το σώμα, τότε τις βεντούζες, “τις κόβουν”, δηλ. χαράζουν το δέρμα με ξυράφι και βγαίνει μαύρο αίμα. Τις βεντούζες παλιότερα τις έκοβαν οι κουρείς στην πόλη και στα χωριά οι μαμές. Μπορούσαν όμως και άλλοι να το κάμουν.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βεντοῦζα /ἡ/ (Ἰ. ventosa) = σικύα, ἀνεμιστή, νοσηλευτικὴ κοῦπα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.