σκουβλίζω
βουρτσίζω, σφουγγαρίζω με σκούβλο.
φράση: “σκούβλισέ μου τα ρούχα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκουβλίζω (σκυβαλίζω; Ἰ. scopa -alo;) = ψηκτρίζω, βουρτσίζω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!