Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

(Σε δυο) μποσούς

Δηλαδή σε δυο ποσότητες, μέρη.
Προέρχεται από την αρχαία λέξη ποσό(ν), που κατά την γραμματική, είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αόριστης επιθετικής αντωνυμίας ποσός -ή -όν (αντίστοιχης της ερωτηματικής), η ποσότητα.
Η μηχανή της γλώσσας έπλασε τον (αδόκιμο γραμματικά) τύπο στον πληθυντικό (μ)ποσούς, με την προσθήκη σε μας του -μ- (από το κάμποσος, κάν-ποσος, καμπόσος, μας κάνει τον καμπόσο).
Αυτόν τον τύπο, που στην Καρυά τουλάχιστον χρησιμοποιείται συχνά στις συναλλαγές, δε τον έχουν τα λευκαδίτικα λεξικά. Έχουν όμως το καμπόσος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.