(Σε δυο) μποσούς
Δηλαδή σε δυο ποσότητες, μέρη.
Προέρχεται από την αρχαία λέξη ποσό(ν), που κατά την γραμματική, είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της αόριστης επιθετικής αντωνυμίας ποσός -ή -όν (αντίστοιχης της ερωτηματικής), η ποσότητα.
Η μηχανή της γλώσσας έπλασε τον (αδόκιμο γραμματικά) τύπο στον πληθυντικό (μ)ποσούς, με την προσθήκη σε μας του -μ- (από το κάμποσος, κάν-ποσος, καμπόσος, μας κάνει τον καμπόσο).
Αυτόν τον τύπο, που στην Καρυά τουλάχιστον χρησιμοποιείται συχνά στις συναλλαγές, δε τον έχουν τα λευκαδίτικα λεξικά. Έχουν όμως το καμπόσος.