Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μυλωνάς (ο)

  1. όνομα εντόμου χρώματος σταχτόμαυρου, που ζει στις χλωροσιές και είναι δυσώδες
  2. το φυτό βούπλευρο, κοινώς ανεμοπύρωμα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μυλωνᾶς /ὁ/ (μύλος -ώνειος) = ὁ μυλωθρός, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μῦλον, τὸ ἔντομον βούπρηστις (φέρον εἰς τὸ ἄνω καὶ ὀπίσθιον τοῦ θώρακος ἀπόχρωσιν ἐπιπάσεως ἀλεύρου).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.