μυλωνάς (ο)
- όνομα εντόμου χρώματος σταχτόμαυρου, που ζει στις χλωροσιές και είναι δυσώδες
- το φυτό βούπλευρο, κοινώς ανεμοπύρωμα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μυλωνᾶς /ὁ/ (μύλος -ώνειος) = ὁ μυλωθρός, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μῦλον, τὸ ἔντομον βούπρηστις (φέρον εἰς τὸ ἄνω καὶ ὀπίσθιον τοῦ θώρακος ἀπόχρωσιν ἐπιπάσεως ἀλεύρου).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης