Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μουκάζει

Μουκάζει = μοῦ φαίνεται ἀπ᾿ τό μοῦ εἰκάζει, ἀπ᾿ τήν εἰκασία, μοῦ κάζει πώς ἀκούω φωνές (μοῦ φαίνεται πώς ἀκούω φωνές).

βλ. και κάζει (απροσ.)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.