μάραθο(ς) 18 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μάραθο(ς) /τὸ, ὁ/ = τὸ καρυκευματικὸν χόρτον φαινίκουλον, μάραθον, μάραθρον, μάλαθρον. βλ. ἀμάραθος