λιντορίτσινο (το)
το ρετσινόλαδο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιντορίτσινο /τὸ/ (Ἰ. olio di ricino) = κικινέλαιον, ῥετσινόλαδο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και λιονταρίτσινο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το ρετσινόλαδο
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λιντορίτσινο /τὸ/ (Ἰ. olio di ricino) = κικινέλαιον, ῥετσινόλαδο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. και λιονταρίτσινο