κόπια (η)
- αντίγραφο εγγράφων συμβολαίων, αποφάσεων κ.λπ. Σε δικαστικό έγγραφο κατγρφ. περιουσίας του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Εις την κρίσι (=δίκη) οπού εκάμαμε με τους Κλοναρέους μου επίγε σε κόπιες … και άλα, τα εσουμάρισα μονέδα λ(ίτρες) 215″
- ο πληθυντικός: τα κόπια = οι κόποι. “Κρίμα στα κόπια μου”.