Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κόπια (η)

  1. αντίγραφο εγγράφων συμβολαίων, αποφάσεων κ.λπ. Σε δικαστικό έγγραφο κατγρφ. περιουσίας του 1744 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Εις την κρίσι (=δίκη) οπού εκάμαμε με τους Κλοναρέους μου επίγε σε κόπιες … και άλα, τα εσουμάρισα μονέδα λ(ίτρες) 215″
  2. ο πληθυντικός: τα κόπια = οι κόποι. “Κρίμα στα κόπια μου”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.