κλειδοκαύκι (το)
ξύλινο σκεύος σε μέγεθος και σχήμα μικρού ή μεγάλου πιάτου, και αποτελείται από δύο μέρη, το κάτω και το επάνω.
Τα δύο τμήματα εφαπτόμενα κλειδώνουν μεταξύ τους. Το κάτω μέρος στο κλειδοκαύκι το χρησιμοποιούν για τη μεταφορά φαγητού σε τόπους εργασίας, και όντας πιο βαθουλό, χρησίμευε και για πιάτο. Το επάνω, που ήταν αβαθές, κούπωνε το κάτω.
Το κλειδοκαύκι σκαλιζόταν σε ατόφιο ξύλο από ειδικούς ξυλογλύπτες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κλειδοκαῦκι /τὸ/ (κλείω-κυάθιον) = μικρὸν πωματιζόμενον ξύλινον σκεῦος πρὸς φύλαξιν ἢ μεταφορὰν τροφῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κλειδοκαύκι = ξύλινο στρογγυλό δοχεῖο, πού κλείνει στεγανά.