κλαψομάρ(η)ς -ω
Κλαψομάρ(η)ς -ω /ὁ, ἡ/ (κλαίω-μόρος) = κλαψῆς, μεμψίμοιρος, ἀνικανοποίητος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. κλαψής -ου και κλαψομούρης (ο)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κλαψομάρ(η)ς -ω /ὁ, ἡ/ (κλαίω-μόρος) = κλαψῆς, μεμψίμοιρος, ἀνικανοποίητος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. κλαψής -ου και κλαψομούρης (ο)