καβαλλουρίζω
αναρριχώμαι στην κορυφή μαντρότοιχου ή σε στέγη χαμώγιου σπιτιού , ή σε δέντρο κλπ.
Φράσεις : “Ακούς να καβαλλουρίσ’ τον τοίχο, το παλιόπαιδο, να μ’ φάει τα σταφύλια!” – “Στο δρόμο η γίδα εκαβαλλούρισε στην ελιά και μου ‘καμε ζημιά”, δηλαδή εδώ σημαίνει ότι η γίδα σηκώθηκε στα πισινά της πόδια και έφαγε τα χαμηλά κλαδιά.