κατσάγαρα 28 Οκτ, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κατσάγαρα § ἐπίρ. τοπ. κατὰ γυμνῆς γῆς, κάθεται κατσάγαρα = κάθεται κάτω εἰς τὸ χῶμα.