σκάρπος -α -ο
Σκάρπος -α -ο (Ἰ. sciarpare) = κεκλιμένος μὲ ἐξέχουσαν βάσιν, πεδιλωτός, ὑποδηματοειδής.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκάρπος -α -ο (Ἰ. sciarpare) = κεκλιμένος μὲ ἐξέχουσαν βάσιν, πεδιλωτός, ὑποδηματοειδής.