καρφοβέλονας (ο)
διακοσμητική καρφίτσα με έγχρωμη στρογγυλή κεφαλή. Υπάρχει σε μεγάλη ποικιλία ποιότητας και μεγέθους: ασημένια, χρυσή, χάλκινη, μαργαριταρένια κ.λπ.
Ο καρφοβέλονας είναι απαραίτητο διακοσμητικό της χωριάτικης γυναικείας φορεσιάς.
Σε καταγρφ. – προικοσυμφ. βρίσκομε: “καρφοβέλονας ασημένιος κατά τη συνήθειαν” (1765, Νο 271 – “καρφοβέλονας απανωχρυσωμένος με μπρογιάντι (προικοσ. 1765, Νο 250) – “και δύο καρφοβέλονους με σταυρό” (προικοσύμφ. 1861) – “καρφοβέλονας με μερικά μαργαριτάρια” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καρφοβέλονας /ὁ/ (κάρφος-βελόνη) = καρφὶς τῆς ἐγχωρίου γυναικείας ἀμφιέσεως μὲ ἔγχρωμον ὑαλίνην κεφαλήν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης