καράφα (η)
γυάλινο σκεύος του τραπεζιού με μακρύ λαιμό, κοιλιά και πλατιά βάση για να βάνουν νερό ή κρασί. Τις μικρές τις λένε καραφάκια. φρ.: “ένα καραφάκι ούζο”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
γυάλινο σκεύος του τραπεζιού με μακρύ λαιμό, κοιλιά και πλατιά βάση για να βάνουν νερό ή κρασί. Τις μικρές τις λένε καραφάκια. φρ.: “ένα καραφάκι ούζο”.