καπλαμάς (ο)
- φύλλο μετάλλου ή ξύλου πολύ λεπτό που το κολλάνε οι επιπλοποιοί για καλλωπισμό. Ο καπλαμάς από καρυδιά θεωρούνταν ο καλύτερος.
- Ύφασμα κατασκευής παιδικών ενδυμάτων. Παιδικό εσωτερικό ένδυμα με τιράντες, που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο.
Σε χργρφ. του 1745/30-12 (λογαριασμός εσ.-εξ. – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), διαβάζομε: “Πρότι Ιουνίου αγόρασα καπλαμάδες τον πεδιόνε μπουγασένιους …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
καπλαμάς (ὁ ): φύλλο μετάλλου ἤ ξύλου, (Τ. kaplama).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου