Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καπλαμάς (ο)

  1. φύλλο μετάλλου ή ξύλου πολύ λεπτό που το κολλάνε οι επιπλοποιοί για καλλωπισμό. Ο καπλαμάς από καρυδιά θεωρούνταν ο καλύτερος.
  2. Ύφασμα κατασκευής παιδικών ενδυμάτων. Παιδικό εσωτερικό ένδυμα με τιράντες, που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο.
    Σε χργρφ. του 1745/30-12 (λογαριασμός εσ.-εξ. – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας), διαβάζομε: “Πρότι Ιουνίου αγόρασα καπλαμάδες τον πεδιόνε μπουγασένιους …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


καπλαμάς (ὁ ): φύλλο μετάλλου ἤ ξύλου, (Τ. kaplama).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.