Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φρεμενιάρω

Φρεμενιάρω (Λ. fremo, Ἰ. fremine) = γογγύζω, στενάζω (Λ. femendo) = ζυμώνω ἀλευροφύραμα πρὸς ἀρτοποίησιν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.