Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καναβέτα (η)

μακρόστενο έπιπλο, κυβωτιόσχημο με ξυλόγλυπτη την μπροστινή του πλευρά. Πολύ το χρησιμοποιούσαν οι παλιοί Λευκαδίτες. Παλιό έπιπλο, εκάλυπτε τις τότε ανάγκες.
Σε προικοσύμφωνο του 1706: “μια παλιοκαναβέτα χωρίς απουπανάρι” – 1728: “καναβετούλα μικρή” – 1765: “καναβέτα τάβλινη” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καναβέτα /ἡ/ (Ἰ. canape) = χαμηλὸν μακρόστενον κιβώτιον οἰκοσκευῆς χρησιμεῦον καὶ διὰ κάθισμα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.