φόλα
Φόλα /ἡ/ (Ἰ. foglia) = δερμάτινον ἐπίρραμα εἰς ἐφθαρμένον ὑπόδημα. (Ί. fallare) = δηλητηριοῦχον δόλωμα κρέατος ἢ σπλάγχνου πρὸς ἐξόντωσιν σαρκοφάγων (κυνῶν, ἀλωπέκων κ.λ.π.).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Φόλα /ἡ/ (Ἰ. foglia) = δερμάτινον ἐπίρραμα εἰς ἐφθαρμένον ὑπόδημα. (Ί. fallare) = δηλητηριοῦχον δόλωμα κρέατος ἢ σπλάγχνου πρὸς ἐξόντωσιν σαρκοφάγων (κυνῶν, ἀλωπέκων κ.λ.π.).