φίντα (η)
πλατιά, πρόσθετη ταινία, κεντημένη όμορφα, από λευκό ύφασμα καμπρένιο (μπαμπακερό), που τοποθετούνται μεταξύ των μαξιλαριών και των κλινοσκεπασμάτων, κι έδειχνε για σεντόνι κι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, συμπλήρωμά του.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φίντα /ἡ/ (Ἰ. finta) = πρόσθετον ἐξάρτημα τῆς κλίνης πρὸς στολισμὸν ἐκ πολυτελοῦς ὀθόνης (παρεντιθέμενον μεταξὺ προσκεφαλαίων καὶ κλινοσκεπασμάτων).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φίντα (ἡ): ξύλινη κινητή προσθήκη πόρτας ἤ παραθύρου συνήθως στό ἰσόγειο, (ΙΤ = finta, ψεύτικη, πλαστή).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου