Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δραγκ(ου)λιάζω

Δραγκ(ου)λιάζω (Ἰ. tracollare) = ἡ αὐτόματος θλαστικὴ περιπλοκὴ σχοινίου, νήματος, σύρματος κ.τ.ὁ. (τσάκισμα), βερίνα.
δραγκουλιάζω / δραγκλιάζω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.