διάτα
η διαθήκη, η διαταγή. Σε χειρόγραφο διαδίκου του 1744 (Ιστορικό αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “ος καθός λέγη ι διάτα του σχορεμένου συγγενί μου …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διάτα /ἡ/ (Ἀλ. διάτε-α) = διάταξις τελευταίας βουλήσεως, διαθήκη.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης