μπ(ι)γενάρι ή μπουγενάρι (το)
το ένα σκέλος του παντελονιού.
φράσεις: “μου σκίστηκε το μπγενάρι” – “Το μπγενάρι μου θέλει μπάλωμα”.
Περιγελαστικό δημοτικό τραγούδι: “Κά΄ στο σκοίνο στο λαγκάδι / βρίσκω ένα θρουμπί λινάρι / και το πάω τση γυναικός μου / πούν΄ τα μάτια και το φως μου. / Πέντε μήνες το χτενίζει / δεκατρείς το μαγγανίζει. / Μα ήτανε νοικοκυρά! / Κι απά΄ στις δεκοχτώ το βράδυ / μου ΄φκιασε το μπουγενάρι …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπ(ι)γενάρι /τὸ/ (Ἰ. bigenere) = τὸ ἕτερον σκέλος τοῦ πανταλονίου, τὸ παντζάκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Το ένα σκέλος του παντελονιού (Κοντομίχης) ή το μπατζάκι (τουρκικό) bacak. Του Λάζαρη το bigenere δεν το βλέπω. Προς έρευνα κι αυτό. Στο χωριό και παρατσούκλι. “μπγιενάριας”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης