Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαλαούρος (ο)

  1. μεγάλο και ψηλά βαλμένο φορτίο στα φορτηγά ζώα ή στα κάρα. (Βαλαώρα). Σωρός πραγμάτων σε καράβι, αυτοκίνητο κλπ.
  2. Το μπαλαούρο = φυλακή. φράση: “Τον έβαλαν στο μπαλαούρο”.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.