μπαλαούρος (ο)
- μεγάλο και ψηλά βαλμένο φορτίο στα φορτηγά ζώα ή στα κάρα. (Βαλαώρα). Σωρός πραγμάτων σε καράβι, αυτοκίνητο κλπ.
- Το μπαλαούρο = φυλακή. φράση: “Τον έβαλαν στο μπαλαούρο”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!