Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγούρι ή γούρι (το)

το ποδαρικό, η τύχη, καλοσημαδιά.

“στο φυλάω για γούρι”,  “μου φέρνει γούρι”, “έχει καλό γούρι”.

Το προσέχουν σε κάθε περίσταση, ιδίως κάθε πρώτη του μήνα και πρωτοχρονιά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ετυμολογική σημείωση:
Από το τουρκ. uğur (= τύχη, καλοτυχία).
Το α– λόγω επανανάλυσης της φράσης τα γούρια > τ’ αγούρια.

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.