Αποτελέσματα αναζήτησης για γίγκλες
το ειδικό βάδισμα των αλόγων (σπάνια των μουλαριών), το σταθερό, αρμονικό και γλήγορο, που το πετυχαίνουν με εξάσκηση πολλή χρησιμοποιώντας τις γίγκλες. Τα άλογα αυτά λέγονται αραβανιάρικα, δηλ. καμαρωτά μτφ.: αραβανιάρες λένε τις ζωηρές και καλοπερπατούσες κοπέλες στα χωριά.
τρίχινη ταινία – ιμάντας, που περιζώνει το θώρακα του ζώου πίσω από τα μπροστινά του πόδια κι έτσι στερεώνει με ασφάλεια το σαμάρι στη ράχη του υποζυγίου. Η γίγκλα είναι εξάρτημα του σαμαριού. τρίχινη λουρίδα με την οποία δένουν τα ομόστοιχα πόδια του αλόγου (μια δεξιά – μια αριστερά) για . . . Περισσότερα
το ζώο που δεν έχει γίγκλες, ο άνθρωπος ο ασυγκράτητος, η γυναίκα η ξεδιάντροπη, η απολυμένη. Δημ. τραγ. (λαϊκοσατυρικό): “Στου χωριού το πανηγύρι / το χορό ποιος θα τον σύρει; / … θα τον σύρουν οι νυφάδες / σαν ξεγίγκλωτες φοράδες”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ξεγίγκλωτος . . . Περισσότερα